κατορθώσεις

κατορθώσεις
κατόρθωσις
setting straight
fem nom/voc pl (attic epic)
κατόρθωσις
setting straight
fem nom/acc pl (attic)
κατορθόω
set upright
aor subj act 2nd sg (epic)
κατορθόω
set upright
fut ind act 2nd sg
κατορθόω
set upright
aor subj act 2nd sg (epic)
κατορθόω
set upright
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακοπληρωτής — ο αυτός που αποφεύγει ή δυστροπεί να πληρώσει τα χρέη του: «Από κακοπληρωτή κι ένα σακί άχυρα» (παροιμ. που σημαίνει ότι από ένα δύστροπο οφειλέτη είναι ωφέλεια να του πάρεις όσα λίγα και αν κατορθώσεις) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”